οπισθοδοντία

οπισθοδοντία
η
ανθρωπολ. κατάσταση κατά την οποία η μία ή και οι δύο σειρές τών κοπτήρων οδόντων κλίνουν προς τα πίσω, δηλ. προς το εσωτερικό τού στόματος (α. «άνω οπισθοδοντία» β. «κάτω οπισθοδοντία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthodont (< οπισθ[ο]-* + οδούς «δόντι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”